Σελίδες

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ο Γερομπήχτης (Μέρος Ά)

Το μίζερο έθιμο και το καταραμένο 25άρι του Γεωργιάδη

Καθόμασταν με το φίλο μου τον Γιακουμή στο καφενείο, και πίναμε το απογευματινό μας τσιπουράκι, έτσι για ν'ανοίξει η γλώσσα, όπερ κι' εγένετο.
- " Δε μου λες ρε Μπούτση, άκουσες το καινούργιο μέτρο του νέου υπουργού υγείας, του Γεωργιάδη;"
- " Ποιο;"
- " Σαν να μη μας έφτανε το τάλιρο που δίναμε για κάθε εξέταση στο νοσοκομείο, τώρα αν θέλεις να κάνεις και εισαγωγή, θα πρέπει να δώσεις άλλα 25 ευρώ."
- " Ναι το άκουσα, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί εκπλήσσεσαι;"
- " Μα καλά είναι βλάκας;"
- " Ποιος; ο Γεωργιάδης; Όχι, βλάκες είναι αυτοί που τον ψήφισαν."
- " Και ο πρωθυπουργός που τον έβαλε;"
- " Φαίνεται πως εκτός από βλάκας είναι και μαλάκας."
- " Κι'αν δεν έχεις το 25άρι;"
- " Πολύ απλό, πεθαίνεις."
- " Έτσι για ένα 25άρι;"
- " Ή έχουμε κράτος ή δεν έχουμε."
Δίπλα μας καθόταν ο παππούς ο Παναγιώτης, ο επιλεγόμενος και Γερομπήχτης, που παρακoλοθούσε με μεγάλη προσοχή, αυτά που λέγαμε.
- " Παιδιά μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σας; Μ'ενδιαφέρουν πολύ αυτά που λέτε."
- " Ευχαρίστως. Σε κερνάμε κι'ένα τσιπουράκι."
- " Πρώτα θα φέρω το δικό μου, να το αποτελειώσω, και μετά με κερνάτε κι'άλλο."
Πράγματι έφερε το τσιπουράκι του, και κάθησε κοντά μας.
- " Λοιπόν παππού Παναγιώτη;"
- " Άστα σάπια ρε Μπούτση κι'εσύ; Παναγιώτη και Ξεπαναγιώτη. Είπαμε με λένε Γερομπήχτη!"
- " Καλά, καλά, αλλά πες μου, Γερομπήχτης σημαίνει γέρος-μπήχτης;"
Χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι, και φώναξε.
- " ΌΧΙ, Γερομπήχτης σημαίνει γερός-μπήχτης. Ήμουνα γερός-μπήχτης από τα νιάτα μου."
- " Ε! μη θυμώνεις ντε. Και γιατί σε ονόμασαν μόνο εσένα Γερομπήχτη, και όχι κάποιον άλλον;"
- " Ακούστε να σας πω. Την εποχή την δικιά μου, δεν παντρευόμασταν όπως οι σημερινοί νέοι. Πού γνωριμίες και έρωτες; Προξενιό. Συμφωνούσαν οι γονείς, και σου δίνανε όποια νύφη θέλανε. Ήθελες δεν ήθελες, σ'άρεσε δε σ'άρεσε, έπρεπε να την επάρεις. Έτσι κι'εμένα, μου δώσανε την Τέρπω, την μακαρίτισσα πλέον."
- " Και σ'άρεσε;"
- " Ναι από την πρώτη στιγμή. Κι'αυτηνής της άρεσα, το είδα στο βλέμμα της."
- " Α! τέτοια τύχη!"
- " Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η παράδοση απαιτούσε, η νύφη να μην είναι πειραγμένη."
- " Που; στο μυαλό;"
- " Στο μυαλό βλάκα." Σούζος ο Γιακουμής.
- " Καθόμασταν αρραβωνιασμένοι έναν χρόνο, έτσι για να γνωριστούμε καλλίτερα. Και μετά ο γάμος."
- " Και όλον αυτόν το χρόνο; Δέν;"
- " Ούτε να την αγγίξεις. Είχε παντού συνοδεία την μαμά. Κι'ερχόταν επιτέλους η βλογημένη εκείνη νύχτα του γάμου."
- " Όπου;"
- " Ο άντρας έπρεπε ν'αποδείξει το αντριλίκι του, και η νύφη την παρθενιά της."
- " Για λέγε;"
- " Μαζεύονταν κάτου από το παράθυρο, οι φίλοι και οι συγγενείς, και περίμεναν να δουν τον γαμπρό να κρατάει το σεντόνι με το αίμα! Την κόκκινη σημαία!"
- " Και μετά; Έριχνε ο γαμπρός το σεντόνι χάμου, το παίρνανε οι φίλοι, και την άλλη μέρα, ρο γύρναγαν σ'ούλο το χωριό, ανεβασμένοι πάνω σ'άλογα και σε γαϊδούρια. Τόβλεπαν κι'οι χωριανοί και φώναζαν:"
- " Άξιος ο γαμπρός, τίμια και η νύφη."
- " Τι λες ρε παππού;"
- " Αυτή είναι όμως, η μία πλευρά του νομίσματος, γιατί υπάρχει και η άλλη."
- " Ποιά;"
- " Επειδή στέγνωσε το λαρρύγγι μου, φέρτε μου ένα τσιπουράκι και συνεχάω."
Το τσίπουρο έφτασε πάραυτα. Αφού τράβηξε μια ρουφηξιά, συνέχισε.
- " Εμείς στην εποχή μου, δεν είχαμε δει ούτε γάμπα. Πού μουνί; Όταν το βλέπαμε, ή μάλλον όταν το βλέπανε, τα χάνανε και δεν τους σηκωνόταν ο μπούτσος."
- " Και οι απ'έξω;"
- " Περίμεναν και μια, και δυο, και τρεις μέρες, και μια και δυο και τρεις βδομάδες, ώσπου τελικά ξεθάρευε και ο γαμπρός, και τους έριχνε την καταραμένη την σημαία."
- " Είπες ότι το βλέπανε οι άλλοι, όχι εσύ;"
- " Ναι αυτό θέλω να σας πω τόση ώρα. Εγώ είμαι αυτός που έσπασε ετούτο το καταραμένο έθιμο."
- " Πώς;"
 - " Ήρθε μια μέρα η  Τέρπω μαζί με τη μάνα της φυσικά, για επίσκεψη στο σπίτι. Άρχιζε το καλοκαιράκι, και της είπα να την επάω πίσω στην αυλή, να της εδείξω τον κήπο μου, για δύο λεπτά μόνο. Για καλή μου τύχη, σκούνταψε κι'έπεσε χάμου. Αυτή ήτουνε και η ευκαιρία μου. Όρμηξα πάνω της, και πριν το πάρει χαμπάρι, της τον κάρφωσα. Ωχ! ούρλιαξε! Φοβηθήκαμε και οι δύο, και γυρίσαμε σπίτι άρον, άρον. Ανησύχησαν οι συμπεθέρες."
 - " Τί έγινε παιδιά;"
 - " Τίποτα σοβαρό. Σκόνταψε οι Τέρπω σ'ένα αυλάκι, κι έπεσε."
 - " Χτυπήθηκε;"
 - " Όχι, απλά λερώθηκε το φουστάνι της."
 - " Και τόχαψαν;"
 - " Ναι, κοίταξαν και το φουστάνι, το τίναξαν και πείστηκαν. Σου λέει, τί να προλάβει να κάνει σ'ένα λεπτό ο έρμος;"
 - " Και τη νύχτα του γάμου, τί τους έδειξες βλογημένε;"
 - " Ελάτε μωρέ κι'εσείς, σας λόγιαζα για έξυπνους. Ήσφαξα τον κόκκορα, και τους έδωσα την σεντόνα!"
 - " Κι'αυτοί οι μαλάκες;"
 - " Καλά τους είπατε. Αυτοί οι μαλάκες, γύρναγαν στο χωριό τα αίματα του Κοκκόρου!"
 - " Κι'ο Κόκκορας τί έγινε;"
 - " Στιφάδο! Τί; θέλατε να τον πετάξω; Από τότε καθιερώσαμε έθιμο με την Τέρπω, κάθε επέτειο του γάμου μας, να σφάζουμε τον κόκκορα τον αρχηγό, και να τον κάνουμε στιφάδο."
 - " Σπουδαία ιστορία."
 - " Έχουμε όμως και συνέχεια. Το καλό δεν άργησε να μαθευτεί σ'ούλο το χωριό."
 - " Πως;  μήπως το ξεφούρνισες εσύ;"
 - " Όχι, μάλλον πρέπει να της ξέφυγε της Τέρπως σε κάποια φιλενάδα της, αλλά δε μου τ'ομολόγησε. Έτσι άρχισαν οι νέοι γαμπροί του χωριού να με ρωτούν, πώς ήκαμα ετούτο το ηρωικό κατόρθωμα;"
 - " Κι'εσύ τί τους έλεγες;"
 - " Μη φοβάστε μωρέ. Μια ιδέα είναι μόνο. Ορμάτε! Αέρα! Έτσι κι'έγινε. Ξεθάρεψαν κι'αυτοί, και νάσου τόνα κοκκόρι πίσω απ'τ'άλλο. Πάει, ξούμειναν χήρες ούλες οι κότες του χωριού. Και δεν γέναγαν μπλιό αυγά! Βαρέθηκαν και οι γέροι και είπαν: Αν ένα έθιμο είναι καλό, ας το τηρήσουμε. Αν όμως είναι κακό, ας το θάψει η ιστορία. Γιαυτό και με ονόμασαν Γερομπήχτη, ουφ!"
 - " Και με την κερά σου, τί έγινε;"
 - " Να σας πω παιδιά μου, δεν την άφησα ούτε μια μέρα."
 - " Και μέχρι πότε την γαμούσες;"
 - " Μέχρι να ποθάνει, μέχρι τα ογδόντα της!"
 - " Μπορεί η Τέρπω να μην χόρτασε ψωμί μαζί μου, αλλά από μπούτσο, έφυγε χορτασμένη. Γι' αυτό και μετά, το γερός-μπήχτης, έγινε και γέρος-μπήχτης. "
 - " Και που οφειλόταν αυτή η τρομερή σεξουαλική σου ενέργεια; "
 - " Δεν τόπιασα αυτό, ρε άτιμε Μπούτση, με κοροϊδεύεις; "
 - " Όχι, όχι, θέλει να σου πει που την ηύρες ετούτη την τρομερή γαμησιάτικη δύναμη; " Ο Γιακουμής.
 - " Α! έτσι; "
 - " Λένε, ότι τον είχες μεγάλο. "
 - " Και τον έχω! " Μπαμ το τραπέζι.
 - " Πόσο; λένε 25 πόντους! "
 - " Σταματήστε πανάθεμά σας. Γρήγορα ένα τσίπουρο, μ' έπιασε η καρδιά μου. "
Ο καφετζής τούφερε και τρίτο, που αυτή τη φορά τόπιε μονορούφι, κι' ήταν ασυγκράτητος πλέον.
 - " Μα δεν σούπαμε κάτι κακό. "
 - " Ναι, τον έχω 25 πόντους, αλλά όχι ακριβώς. Αυτό είναι το κακό. "
 - " Δεν καταλαβαίνουμε; "
 - " Ο ένας από τους λόγους πούχα αυτήν. την σεξ; σεξ; πως την είπες; "

(Για το Μέρος Β' πατήστε εδώ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου