Έχω τη μάνα μου, γριά γυναίκα στα ογδόντα πέντε της, ο γιατρός
μου συνέστησε να της δίνω το βράδυ, προκειμένου να την πάρει ο ύπνος, μισό tavor. Βενζοδιαζεπίνη,
απαγορευμένη ουσία, ναρκωτικό.
Έλαμ ντε που γέροι είναι μαζί και παιδιά, βρήκε το κουτί και
σου λέει εδώ είναι ο Παράδεισος. Το άδειασε όλο, δεν ξέρω κι’ εγώ πόσα πήρε. Το
πρωί δεν ξυπνούσε, και αφού αυτό παρατάθηκε για πολύ, διαπίστωσα ότι ευρίσκετο
εις κωματώδην κατάστασην. Στο ασθενοφόρο, και γρήγορα στο νοσοκομείο.
Την εξύπνησαν εν τέλει, αλλά τι ύπνος και τούτος;
Ορύετο, διέρρηξε τα ιμάτια της, έβγαλε ορούς και καθετήρες,
και άναρχες κραυγές αναστατώνοντας όλη την πτέρυγα, ασθενείς, νοσοκόμους τε και
γιατρούς. Είπαμε το tavor,
είναι ισχυρό ψυχοφάρμακο. Ευτυχώς στο νοσοκομείο υπήρχε ψυχίατρος, τον οποίον
και εφώναξαν κατ’ επειγόντως. Είδα κάποιον να μπαίνει φουριόζος στον θάλαμο,
και δεν ήταν ανάγκη να είσαι ψυχίατρος, για να καταλάβεις ότι ήταν ψυχίατρος. Το
πράγμα μιλούσε από μόνο του. Με βροντερή φωνή, άρχισε να ουρλιάζει πιότερο από
τη μάνα μου.
“ Τι συμβαίνει εδώ; Ποιος φωνάζει; Εσύ; Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι;
“
Η μάνα μου τον κοίταζε παράξενα.
“ Σε σένα μιλάω. Σκάσε! Ηλίθια! “
Για να είμαι ειλικρινής,
άρχισα να τα παίρνω στο κρανίο. Τι συμπεριφορά και τούτη;
“ Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Είμαι τρελογιατρός! Είμαι αυτός που
θα σε κάνει καλά! “
Άμα είναι να την
εκάνει καλά ωσάν και δαύτον, καλλίτερα να μην την έκανε, είπα μέσα μου.
“ Νοσοκόμες, γρήγορα, θα δώσετε αυτά τα χάπια, θα βάλετε αυτά
στον ορό, θα δώσετε αυτές τις σταγόνες. “
Μετά στράφηκε προς το μέρος μου.
“ Δε μου λες, εσύ ποιος είσαι, γιος της; “
“ Ναι. “
“ Κερνάς καφέ στο μπαρ; “
“ Ναι. “
Κατεβαίνοντας τις σκάλες, τον κοιτούσα όλος απορία. Τι ποδιές
και τέτοια. Ένα μπλουτζίν, κι’ ένα φανελάκι απ’ έξω, σκέτος λέτσος. Κάτσαμε στο
τραπεζάκι.
“ Έχεις τσιγάρα; “
“ Ναι. “
Έβγαλα το πακέτο, κι’ άρχισε τό'να τσιγάρο μετά το άλλο.
“ Μιχαλάκη, φέρε δύο καφέδες. “
Τι να κάνει ο κακομοίρης ο Μιχαλάκης, ήφερε τσι καφέδες.
“ Τι μαλακία έκανε η μάνα σου; “
“ Ήπιε χάπια tavor.
“
“ Πόσα; “
“ Που να ξέρω; πέντε; δέκα; “
“ Και τι φοβάσαι; “
“ Ότι δεν θα συνέλθει. Έχει πάθει ψυχωσική συνδρομή. Βρίσκεται
εν ου τόπο και χρόνω. Έχει παραισθήσεις. “
“ Είσαι ψυχίατρος; “
“ Όχι, χημικός. “
“ Και τότε που ξέρεις τι έχει πάθει; “
“ Εσείς χρησιμοποιείτε τέτοιους όρους. “
“ Ναι, έχει πάθει ενδονοσοκομειακό παραλήρημα. “
“ Και; θα συνέλθει; “
“ Ναι, η κατάσταση είναι πρόσκαιρη. “
“ Αυτό φοβάμαι. Μήπως δεν θα συνέλθει. “
“ Σου είπα, εγώ είμαι ο ψυχίατρος, εγώ ξέρω και κανένας άλλος.
“
Νευρίασα κι΄εγώ και του τάπα.
“ Ε! δεν σας εμπιστεύομαι. “
“ Ποιους; “
“ Εσάς
τους ψυχιάτρους. “
“ Γιατί; “
“ Γιατί δεν ξέρετε τίποτα, και δεν προσφέρετε τίποτα! “
“ Είσαι διανοούμενος; “
“ Όχι. “
“ Παριστάνεις τον διανοούμενο; “
“ Όχι. “
“ Ε! τότε τι είσαι; “
“ Μαλάκας! “
“ Αι μπράβο! Τώρα μάλιστα θα συνεννοηθούμε. Γιατί δεν μου τόλεγες
απ΄την αρχή; Μαλάκας εγώ, μαλάκας κι΄εσύ, θα τα βρούμε! “
Τον κοίταζα αποσβολωμένος.
“ Κοίταξε, εγώ θα φύγω τώρα, έχω ν’ ασχοληθώ και μ΄άλλους μαλάκες.
“ και σηκώθηκε να φύγει.
“ Α! άστους καφέδες, τους κερνάω εγώ. Και κάτι άλλο. Πας ένα
στοίχημα; “
“ Τι στοίχημα; “
“ Σου είπα, πας; “
“ Ε! πάω! “
“ Αν μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα η μάνα σου δεν συνέλθει, πέρνα
από το γραφείο μου, να με γαμήσεις! Εκεί είναι. “
Κι’ έφυγε.
Κάθισα για δέκα λεπτά στο τραπέζι, μη ξέροντας τι να υποθέσω.
Το κατάλαβε ο μπάρμαν ο Μιχαλάκης που τον γνώριζα, με πλησίασε και μου είπε.
“Τι σου'πε ο τρελογιατρός; Μην τον παρεξηγείς. Είναι καλός
γιατρός. Έτσι είναι ο τύπος του. “
Ανέβηκα πάνω στην μάνα μου, και πιστέψτε με, επί δύο
εικοσιτετράωρα δεν μπορούσαν να την συνεφέρουν ανθρώπου τε και δαίμονες. Είχα
απελπιστεί τελείως.